- διαλιχμάομαι
- διαλιχμάομαι,A = διαλείχω, lamb.Bab.3, Agath.2.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαλιχμησάμενοι — διαλιχμάομαι aor part mp masc nom/voc pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλιχμώμενος — διαλιχμάομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)